αθιβόλι(ν)

αθιβόλι(ν)
ἀθιβόλι(ν), το (Μ) [αθιβάλλω]
1. αρχέτυπο, πρωτότυπο
2. υπόδειγμα, καλό παράδειγμα, πρότυπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανθιβόλι — και αθιβόλι, το (Μ ἀνθιβόλιον και ἀνθίβολον) παραδοσιακή τεχνική για την αντιγραφή εικόνων στη χριστιανική αγιογραφία με χρησιμοποίηση διαφανούς χαρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιβόλιον («το αντίγραφο κατόπιν παραβολής») < αντι* + βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • πεζόβολος — πεζόβολος, ο και πεζόβολο, το είδος αλιευτικού διχτύου, αλλιώς αθιβόλι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”